- αβγάτος
- -η, -ο (ΜΝ) [αβγό]ο γεμάτος αβγά, συνήθως για ψάριανεοελλ.1. αυτός που έχει ακμαίες σωματικές δυνάμεις, εύρωστος, βαρβάτος2. το ουδ. ως ουσ. το αβγάτοείδος φαγητού με βάση τα αβγά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek